Φθόγγοι καλούνται οι γλωσσικές μονάδες του προφορικού λόγου που χρησιμοποιούν οι ομιλητές μιας γλώσσας. Οι φθόγγοι διακρίνονται σε φωνήεντα και σύμφωνα.
Τα φωνήεντα παράγονται από την αντήχηση της φωνής στις κοιλότητες του ανώτερου τμήματος του φωνητικού μηχανισμού, χωρίς την παρεμβολή κάποιου εμποδίου.
Τα σύμφωνα είναι οι φθόγγοι που σχηματίζονται από το στένεμα ή το στιγμιαίο κλείσιμο του φωνητικού μηχανισμού σε κάποιο σημείο του.
Σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζονται αποκλίσεις στην προφορά μιας λέξης, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής ενός ομιλητή, την ηλικία του, τη διάθεσή του και άλλα ατομικά χαρακτηριστικά.
Βεβαίως, η αλλοιωμένη προφορά ενός ή περισσότερων φθόγγων από τους ομιλητές της νέας ελληνικής οφείλεται αρκετές φορές σε παθολογικά αίτια.
Παραδείγματος χάριν, η προφορά του ρ ως γ μπορεί να οφείλεται στην αδυναμία του ομιλητή να θέσει σε παλμική κίνηση τη γλώσσα του, η δε προφορά ορισμένων φθόγγων με κάποιο συριγμό ενδέχεται να σχετίζεται με άνοιγμα των άνω κοπτήρων.
Οι αφηρημένες μονάδες που βοηθούν τον ομιλητή να προφέρει τους φθόγγους της γλώσσας του ονομάζονται φωνήματα.
Τα φωνήματα της νέας ελληνικής είναι 23: ι, ε, α, ο, ου (φωνήεντα), π, μπ, μ, φ, β, τ, ντ, θ, δ, σ, ζ, λ, ν, ρ, κ, γκ, χ, γ (σύμφωνα).
Πάντως, βάσει ορισμένων φωνολογικών περιγραφών της νέας ελληνικής τα φωνήματα είναι 25, καθώς πρέπει να προστεθούν στα ανωτέρω το τσ και το τζ.
Τα φωνήματα πραγματώνονται στην ομιλία από τους φθόγγους, οι οποίοι συνδυάζονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν λέξεις και φράσεις.
Όταν συνδυάζονται δύο ή και περισσότερα φωνήματα, σχηματίζονται οι λεγόμενες ακολουθίες φωνημάτων, οι οποίες ονομάζονται είτε φωνηεντικά συμπλέγματα, όταν αποτελούνται από φωνήεντα, είτε συμφωνικά συμπλέγματα, όταν αποτελούνται από σύμφωνα.
Στο πλαίσιο του συνδυασμού των φωνημάτων, προκαλούνται συχνά διαφοροποιήσεις στους φθόγγους που πραγματώνουν τα φωνήματα. Οι φωνολογικές αυτές διαφοροποιήσεις, τα φωνολογικά αυτά φαινόμενα, ονομάζονται πάθη φωνημάτων.
Τα πάθη φωνημάτων διακρίνονται σε πάθη φωνηέντων και πάθη συμφώνων.
Α. Πάθη φωνηέντων
Πρόκειται για φωνολογικές διαφοροποιήσεις φωνηέντων που επηρεάζουν και τη μορφολογική δομή των λέξεων.
Με αυτές αποφεύγεται συνήθως η χασμωδία, δηλαδή η κακόηχη ακολουθία φωνηέντων σε δύο γειτονικές συλλαβές, που βρίσκονται είτε μέσα στην ίδια λέξη είτε σε συνεκφορά δύο συνεχόμενων λέξεων.
Τα εν λόγω πάθη είναι τα ακόλουθα:
Η συνίζηση, η συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μία συλλαβή. Σε πολλές λέξεις, όταν ακολουθεί φωνήεν ύστερα από το φθόγγο ι (η, υ, ει, οι) ή το φθόγγο ε (αι), τα δύο φωνήεντα μπορεί να συμπροφέρονται σε μία συλλαβή: δυο, αδειάζω, άδειος, ήλιος, κάποιος, όποιος, ποιος, τέτοιος. Ο φθόγγος ε (αι), όταν παθαίνει συνίζηση με το ακόλουθο φωνήεν, προφέρεται και γράφεται ι: εννιά (εννέα), παλιά (παλαιά), γενιά (γενεά).
Η συναίρεση, η ένωση δύο γειτονικών φωνηέντων μέσα στην ίδια λέξη σε ένα φωνήεν: μιλάει – μιλά, αγαπάει – αγαπά. Όταν τα φωνήεντα που έρχονται σε επαφή είναι ίδια, επικρατεί το ένα από τα δύο: ακούουν – ακούν. Όταν είναι διαφορετικά, επικρατεί συνήθως το ισχυρότερο: καλοακούω – καλακούω, ακούεις – ακούς, ακούετε – ακούτε, δεκαέξι – δεκάξι, Νικόλαος – Νικόλας, Θεοδώρα – Θοδώρα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα πέντε φωνήεντα της νέας ελληνικής κατατάσσονται ως εξής ανάλογα με την ισχύ τους: α (το ισχυρότερο όλων), ο (ω), ου, ε (αι), ι (η, υ, ει, οι).
Την έκθλιψη τη συναντάμε συνήθως στον προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα που έχουν στοιχεία προφορικότητας. Εξάλλου, η έκθλιψη είναι η μόνη φωνολογική διαφοροποίηση που χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις στον επιστημονικό λόγο. Τα υπόλοιπα φωνολογικά φαινόμενα παρουσιάζονται συχνά στη λογοτεχνική γλώσσα, κυρίως στην ποίηση, και στον προφορικό λόγο.
Η έκθλιψη, η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η επόμενη αρχίζει από φωνήεν. Έκθλιψη παθαίνουν συνήθως μπροστά σε όμοια φωνήεντα τα άρθρα το, του και τα, τα μόρια θα και να, οι αντωνυμίες με, σε, το και τα, καθώς και οι προθέσεις από, με, σε και για. Έκθλιψη παθαίνουν μερικές φορές και μπροστά σε διαφορετικό φωνήεν οι προθέσεις σε, από και παρά. Στη θέση του γράμματος που αποβάλλεται σημειώνουμε την απόστροφο: απ’ όλους, μ’ εσένα, τ’ ουρανού, θ’ ακούσετε, ν’ αρχίσετε, τ’ άλλα, μ’ έδειρε, τ’ άφησε, τ’ ονειρεύτηκες, σ’ εμένα, γι’ αλλού, σ’ αυτόν, απ’ αυτούς, απ’ άκρη σ’ άκρη, παρ’ όλο που.
Η αφαίρεση, η αποβολή του αρχικού φωνήεντος (ή και διψήφου, δηλαδή δύο γραμμάτων μαζί που αντιστοιχούν σε ένα φθόγγο) μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν. Αφαίρεση παθαίνουν τύποι του ρήματος με τονισμένο συνήθως το αρχικό φωνήεν, όταν η προηγούμενη λέξη είναι προσωπική αντωνυμία, το ερωτηματικό πού, το αναφορικό που και τα μόρια θα και να. Στη θέση του γράμματος που αποβάλλεται σημειώνουμε την απόστροφο: θα ’ρθει, μου ’πε, τα ’φερε, εσύ ’σαι, θα ’χει, να ’μαστε, που ’λεγες, που ’κοψε, πού ’ναι;
Η συγκοπή, η αποβολή ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα: κορφή (κορυφή), στάρι (σιτάρι), φέρτε (φέρετε), κόψτε (κόψετε).
Η αποκοπή, η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η επόμενη αρχίζει από σύμφωνο. Στη θέση του γράμματος που αποβάλλεται σημειώνουμε την απόστροφο: φέρ’ το, κόψ’ το, δώσ’ το, απ’ το σπίτι. Μόνο το επίρρημα μέσα γράφεται χωρίς απόστροφο και με τελικό ς: μες στη θάλασσα.
Η αποβολή, η απώλεια του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης: μέρα (ημέρα), βδομάδα (εβδομάδα), γελάδα (αγελάδα), μύγδαλο (αμύγδαλο), μπρος (εμπρός), ρωτώ (ερωτώ), περήφανος (υπερήφανος), πάνω (επάνω).
Η πρόταξη, η προσθήκη ενός φωνήεντος στην αρχή μιας λέξης: αβδέλλα (βδέλλα), ίσκιος (σκιά).
Η αλλαγή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση διπλών τύπων: εγγόνι – αγγόνι, έξαφνα – άξαφνα, όμορφος – έμορφος.
*Από τα ανωτέρω φωνολογικά φαινόμενα, την έκθλιψη τη συναντάμε συνήθως στον προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα που έχουν στοιχεία προφορικότητας. Εξάλλου, η έκθλιψη είναι η μόνη φωνολογική διαφοροποίηση που χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις στον επιστημονικό λόγο. Τα υπόλοιπα φωνολογικά φαινόμενα παρουσιάζονται συχνά στη λογοτεχνική γλώσσα, κυρίως στην ποίηση, και στον προφορικό λόγο.
Β. Πάθη συμφώνων
Πρόκειται για φωνολογικές διαφοροποιήσεις συμφώνων που επηρεάζουν και τη μορφολογική δομή των λέξεων. Τα εν λόγω πάθη είναι τα ακόλουθα:
Η αποβολή του γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα. Σε μερικές λέξεις αποβάλλεται το γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα: ραγίζω – ραΐζω, λέγω – λέω, τρώγω – τρώω, άκουγα – άκουα, αγέρας – αέρας.
Η ανάπτυξη του γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα. Σε μερικές πάλι λέξεις αναπτύσσεται ένα ευφωνικό γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, προπάντων όταν αυτά έχουν την ίδια προφορά: έκαιε – έκαιγε, έκλαιε – έκλαιγε, καίεται – καίγεται.
Η αφομοίωση ως προς το σημείο άρθρωσης, δηλαδή η προσαρμογή του ρινικού συμφώνου στο σημείο όπου συναντάται αυτό στο λόγο με το σύμφωνο που ακολουθεί. Το φωνολογικό αυτό φαινόμενο παρατηρείται σε κανονικό και γρήγορο ρυθμό ομιλίας ανάμεσα σε λέξεις που γειτονεύουν στο λόγο και συνδέονται συντακτικά στενά μεταξύ τους, καθώς και στο σημείο επαφής δύο λέξεων που συντίθενται σε μία: τον μπαμπά (το ν του άρθρου αφομοιώνεται από το μπ που ακολουθεί), τον γκρεμό (το ν του άρθρου αφομοιώνεται από το γκ που ακολουθεί).
Η αφομοίωση ως προς την ηχηρότητα, δηλαδή η μετατροπή των κλειστών άηχων π, τ, τσ και κ στα αντίστοιχα κλειστά ηχηρά μπ, ντ, τζ και γκ ύστερα από ρινικό σύμφωνο, καθώς και η μετατροπή του άηχου τριβόμενου σ σε ηχηρό τριβόμενο ζ πριν από άλλο ηχηρό σύμφωνο: στον Παύλο (το ν του άρθρου στον μετατρέπεται σε μ), της ζωής μου (το τελικό ς της λέξης ζωής μετατρέπεται σε ζ).