Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Στη δεκαετία του '90, σπούδασα για 4 έτη στο Παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στη ΡΟΔΟ. Από το 1999, δουλεύω ανελλιπώς μόνο σε Δημοτικά σχολεία. Απολαμβάνω την καθημερινή επικοινωνία με τα παιδάκια. Στο δεύτερο σπίτι τους...

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούμε στο λόγο μας - Οι αντίστοιχες ελληνικές

Αγάς (δεσποτικός-αυταρχικός),
Αγιάζι (πρωινό ή νυχτερινό κρύο),
Αλάνα (ανοιχτός χώρος),
Γιακάς (περιλαίμιο),
Γιαούρτι (πηγμένο γάλα)

Γιλέκο (περιθωράκιον)
Γινάτι (πείσμα),
Γιουρούσι (επίθεση)
Γλέντι (διασκέδαση)
Γούρι (τύχη),
Γρουσούζης (κακότυχος),
Εργένης (άγαμος),
Ζαρζαβατικά (λαχανικά),
Ζόρι (δυσκολία),
Ζουμπούλι (υάκινθος),
Καβγάς (φιλονικία),
Καβούκι (καύκαλο),
Καβουρδίζω (φρυγανίζω-ξεροψήνω),
Καζάνι (λέβητας),
Καΐκι (βάρκα)
Καλούπι (μήτρα-πρότυπο),
Κάλπικος (κίβδηλος),
Καπάκι (σκέπασμα- κάλυμμα),
Καραούλι (φρουρά-σκοπιά),
Καρπούζι (υδροπέπων),
Κατσίκα (ερίφι-γίδα)
Καφάσι (κιβώτιο),
Κελεπούρι (ανέλπιστο εύρημα)
Κέφι (ευδιαθεσία)
Κιμάς (ψιλοκομμένο κρέας),
Κιόσκι (περίπτερο),
Κολάι (ευκολία-άνεση),
Κοτζάμ (τεράστιος-πελώριος),
Κοτσάνι (μίσχος),
Κότσι (αστράγαλος),
Κουβαρντάς (γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης)
Κουβάς (κάδος-αγγείο),
Κουμπαράς (δοχείο χρημάτων),
Κουσούρι (ελάττωμα-μειονέκτημα),
Κουτουρού (ασύνετα-απερίσκεπτα),
Λεβέντης (ανδρείος-ευσταλής),
Λεκές (κηλίδα),
Μαγιά (προζύμη-ζυθοζύμη),
Μαγκάλι (πύραυνο),
Μαγκούφης (έρημος),
Μαϊντανός (πετροσέλινο-μακεδονίσι)
Μαούνα (φορτηγίδα)
Μανάβης (οπωροπώλης),
Μαράζι (φθίση),
Μαραφέτι (μικρό εργαλείο),
Μαχαλάς (συνοικία),
Μεζές (ορεκτικά),
Μεράκι (πόθος),
Μουσαμάς (κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα),
Μπαγιάτικο (μη νωπό),
Μπαϊράκι (σημαία)
Μπακάλης (παντοπώλης),
Μπαλτάς (πελέκι),
Μπάμια (ιβίσκος ο εδώδιμος),
Μπαμπάς (πατέρας),
Μπαξές (περιβόλι-κήπος),
Μπαρούτι (πυρίτιδα),
Μπατζάκι (κνήμη-σκέλη),
Μπαχαρικό (αρωματικό άρτυμα),
Μπεκρής (μέθυσος),
Μπελάς (ενόχληση),
Μπογιά (βαφή-χρώμα),
Μπογιατζής (ελαιοχρωματιστής)
Μπόι (ανάστημα-ύψος),
Μπόλικος (άφθονος)
Μπόρα (καταιγίδα)
Μποστάνι (λαχανόκηπος),
Μπουλούκι (στίφος-άτακτο πλήθος),
Μπουλούκος (καλοθρεμμένος-παχουλός),
Μπουντρούμι (φυλακή),
Μπούτι (μηρός),
Μπούχτισμα (κορεσμός),
Νάζι (κάμωμα-φιλαρέσκεια),
Νταντά (παραμάνα-τροφός),
Αλισβερίσι (συναλλαγή-αγοραπωλησία)
Ντελάλης (διαλαλητής),
Ντέρτι (καημός)
Ντιβάνι (κρεβάτι)
Ντουλάπι (ιματιοθήκη),
Ντουμάνι (καταχνιά-καπνός),
Παζάρι (αγορά-διαπραγμάτευση),
Παντζάρι (κοκκινογούλι-τεύτλο),
Παπούτσι (υπόδημα),
Περβάζι (πλαίσιο θυρών),
Πιλάφι (ρύζι),
Ρουσφέτι (χαριστική εξυπηρέτηση),
Σακάτης (ανάπηρος),
Σαματάς (θόρυβος),
Σεντούκι (κιβώτιο),
Σινάφι (συντεχνία, κοινωνική τάξη),
Σιντριβάνι(πίδακας),
Σιρόπι (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης),
Σαΐνι (ευφυής),
Σοβάς (ασβεστοκονίαμα),
Σόι (καταγωγή-γένος),
Σοκάκι (δρόμος),
Σόμπα (θερμάστρα),
Σουγιάς (μαχαιράκι),
Ταβάνι (οροφή),
Ταμπλάς (αποπληξία-συγκοπή),
Ταπί (χωρίς χρήματα)
Ταραμάς (αυγοτάραχο),
Τασάκι (σταχτοδοχείο),
Ταχίνι (αλεσμένο σουσάμι),
Ταψί (μαγειρικό σκεύος),
Τεκές (καταγώγιο)
Τεμπέλης (οκνηρός-ακαμάτης),
Τενεκές (δοχείο),
Τερτίπι (τέχνασμα-απάτη),
Τζάκι (παραγώνι),
Τζάμι (υαλοπίνακας-γυαλί),
Τζάμπα (δωρεάν),
Τόπι (σφαίρα),
Τουλούμι (ασκός),
Τουλούμπα (αντλία),
Τουμπεκί (σιωπή),
Τράμπα (ανταλλαγή),
Τσακάλι (θως),
Τσακμάκι (αναπτήρας),
Τσάντα (δερμάτινη θήκη),
Τσαπατσούλης (ανοικοκύρευτος-άτσαλος),
Τσάρκα (επιδρομή-περιπλάνηση),
Τσαντίζω (εξοργίζω-προσβάλω),
Τσαχπίνης (κατεργάρης-πονηρός),
Τσέπη (θυλάκιο)
Τσιγκέλι (αρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο),
Τσιγκούνης (φιλάργυρος)
Τσιράκι (ακόλουθος),
Τσίφτης (άψογος-ικανός)
Τσιφούτης (φιλάργυρος),
Τσομπάνης (βοσκός-ποιμένας)
Τσουβάλι (σακί),
Τσουλούφι (δέσμη μαλλιών),
Φαράσι (φτυάρι-σκουπιδολόγος),
Φαρσί (τέλεια-άπταιστα),
Φιντάνι (φυτώριο),
Φιστίκι (πιστάκη),
Φιτίλι (θρυαλλίδα),
Φλιτζάνι (κύπελλο),
Φουκαράς (κακομοίρης-άθλιος),
Φουντούκι (λεπτοκάρυο-λεφτόκαρο),
Φραντζόλα (ψωμί),
Χαβάς (μουσικός σκοπός)
Χαβούζα (δεξαμενή νερού),
Χάζι (ευχαρίστηση),
Χαλαλίζω (συγχωρώ),
Χάλι (άθλιο),
Χαλί (τάπητας),
Χαλκάς (κρίκος),
Χαμάλης (αχθοφόρος)
Χαμπάρια (αγγελία-νέα),
Χάνι (πανδοχείο),
Χάπι (καταπότι),
Χαράμι (άδικα),
Χασάπικο (κρεοπωλείο),
Χατίρι (χάρη),
Χαφιές (καταδότης),
Χουζούρεμα (ανάπαυση),
Χούι (ιδιοτροπία),
Χουνέρι (πάθημα-εξαπάτηση)